- ἀποκορέω
- ἀποκορέω,A wipe off, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκορεῖν — ἀποκορέω wipe off pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορέω — (I) κορέω (Α) βλ. κορεννύω. (II) κορέω (Α) 1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.) 2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα μὴ κκόρει τὴν Ἑλλάδα» άφησε κάτω τη σκούπα μη σαρώνεις την Ελλάδα,… … Dictionary of Greek